φασουλάκι

φασουλάκι
το, Ν
βλ. φασολάκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… …   Dictionary of Greek

  • φασολάκι — και φασουλάκι, το, Ν [φασόλι / φασούλι] 1. υποκορ. τ. τού φασόλι 2. συν. στον πληθ. τα φασολάκια και φασουλάκια α) οι χλωροί καρποί τής φασολιάς («τα φασολάκια ήταν ακριβά σήμερα στη λαϊκή») β) λαδερό φαγητό που γίνεται με χλωρούς καρπούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”